- σίκιννος
- -ον, Απιθ. ξενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίκιννις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σίκιννος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκιννις — ή σίκινις, ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.… … Dictionary of Greek
Σικίννοις — Σίκιννον neut dat pl Σίκιννος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικίννου — Σίκιννον neut gen sg Σίκιννος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίκιννον — neut nom/voc/acc sg Σίκιννος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)